φαλλοπιανός

φαλλοπιανός
-ή, -ό, Ν
βλ. φαλλόπειος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φαλλόπειος — α, ο, και φαλλοπιανός, ή, ό, Ν ανατ. φρ. α) «φαλλόπειος πόρος» ανατ. πόρος τού λιθοειδούς οστού, από τον οποίο διέρχεται ένα τμήμα τού προσωπικού νεύρου β) «φαλλόπειες σάλπιγγες» ανατ. οι ωαγωγοί, οι εκφορητικοί πόροι τών ωοθηκών γ) «φαλλόπειος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”